- ακατακάθιστος
- -η, -οαυτός που δεν κατακάθισε, δεν καταστάλαξε: Το κρασί είναι ακόμη ακατακάθιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακατακάθιστος — η, ο [κατακαθίζω] 1. αυτός που δεν έχει κατακαθίσει, δεν έχει κατασταλάξει «ακατακάθιστος καφές» 2. όποιος δεν κάθεται κάτω ούτε στιγμή, ο αεικίνητος «ακατακάθιστο παιδί» 3. μτφ. εκείνος που δεν έχει κατακάτσει, δεν έχει κατευναστεί «ακατακάθιστη … Dictionary of Greek
αλαγάριστος — η, ο [λαγαρίζω] (για υγρά και μέταλλα) αυτός που δεν διυλίστηκε ή δεν αποστάχθηκε, ακατακάθιστος, ακαθάριστος, θολός, θαμπός (π. χ. «αλαγάριστο κρασί» και μτφ. «αλαγάριστες ιδέες», συγκεχυμένες, μπερδεμένες) … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek